Δευτέρα, Δεκεμβρίου 31, 2018

Η επιστροφή του χρέους




Η επιστροφή του χρέους



να είσαι καλός

κάτι σαν άγγιγμα ή χαμόγελο
κάτι σαν φύλλο

να είσαι καλός
ανυπεράσπιστος
 

μπροστά στην αθωότητα
εκστατικός
μπροστά στο θαύμα
αιώνια πιστός στην ουτοπία
στη χώρα που δεν έχει δρόμο
στον δρόμο που δεν έχει τέλος
στο τέλος που δεν έχει ελπίδα

να είσαι καλός

Τόλης Νικηφόρου





  Ο Σωκράτης ψώνιζε συχνά πυκνά από εκείνο το κατάστημα με τα εσώρουχα. Η μητέρα του ακόμη περισσότερο, ήταν χρόνια πελάτισσα. Ο καταστηματάρχης του ο κύριος Διογένης πολύ εξυπηρετικός κύριος, ψηλός, ασπρομάλλης, αδύνατος, πάντα ευγενικός και γλυκομίλητος, πρέπει να ήταν περίπου στα εξήντα όπως υπολόγιζε. Το μαγαζί του γωνιακό, στην Κωνσταντινουπόλεως, ακριβώς απέναντι από το Παίδων Αγία Σοφία και το μικρό εκκλησάκι του Αγίου Παντελεήμονα.
   Είναι στιγμές που τις συνδέεις αναπόφευκτα με τους ανθρώπους. Έτσι και ο Σωκράτης θυμόταν την μέρα που πήγαν στον κ. Διογένη να αγοράσουν εσώρουχα και νηκτικές με την μητέρα του, λίγο πριν μπει εκείνη στο νοσοκομείο για την σοβαρότατη εγχείρηση στο έντερο.
  Ήταν τέλη Σεπτέμβρη του 2016 τους είχε υποδεχτεί όπως πάντα με την ίδια ευγένεια.
- Θα κάνει εγχείρηση, τον είχε πληροφορήσει ο Σωκράτης ψιθυριστά, καθώς εκείνη κοιτούσε τις νυχτικιές στην πίσω πλευρά του μαγαζιού. 
- Είναι σοβαρό; Τον είχε ρωτήσει χαμηλόφωνα ο καταστηματάρχης καθώς είχε δει την ανησυχία στα μάτια του γιού.
- Καρκίνος, καρκίνος στο παχύ έντερο, χαμηλά του απάντησε γέρνοντας προς το μέρος του, κρυφά από την μητέρα του.
- Δύσκολα βρε παιδί μου, είναι και μεγάλη η γυναίκα, ταλαιπωρία…
- Δεν γίνεται αλλιώς, πρέπει να γίνει, ο γιατρός δεν αφήνει περιθώρια.
- Τι να πω περαστικά της να είναι. Εδώ θα την κάνει απέναντι; Ρώτησε εννοώντας το Ιπποκράτειο.
- Όχι βρήκα έναν πολύ καλό γιατρό στο Γ. Γενννηματάς. Οι άλλοι που επισκέφτηκα μου τα μασούσαν, είναι μεγάλη και θα δούμε και κάτι τέτοια. Αυτός είναι νέος άνθρωπος και θα προσπαθήσει, μου είπε, σαν να ήταν η μητέρα του.
- Πόσα σου ζήτησε;
- Όχι, δεν ζήτησε,
- Μπράβο, μπράβο… ευτυχώς υπάρχουν καλοί γιατροί !!!!

*** 

   Είχε περάσει καιρός μετά την περιπέτεια του νοσοκομείου, και ο Σωκράτης είχε περάσει από το μαγαζί, να αγοράσει κάποια πράγματα πάλι.
Μιλήσανε και χάρηκε πολύ με τα νέα της μητέρας του Σωκράτη.
- Μακάρι για όλο τον κόσμο να είναι καλά τα πράγματα. Ξέρεις, εγώ, εδώ στο νοσοκομείο απέναντι που είμαι, βλέπω και ακούω πολλά. Προχτές ήταν εδώ μια μάνα, ήρθε κλαίγοντας να πάρει εσώρουχα, το παιδί της αργοπεθαίνει στο παίδων… Δύσκολα πράγματα…
  Εκείνη την ημέρα ο Σωκράτης μαζί με τα υπόλοιπα για την μάνα του πήρε και κάποιες παντόφλες για τον πατέρα του. Στο δίπλα μαγαζί που είχε ενώσει με το δικό του ο Διογένης, είχε ανοίξει και ένα κατάστημα για τα παιδιά του, που πουλούσε παντόφλες. Οι παντόφλες όμως δεν είχαν βολέψει τον παππού και έτσι ο Σωκράτης της επέστρεψε την άλλη μέρα.
- Σου οφείλω 40 ευρώ, μια στιγμή είπε ο Διογένης να στα δώσω,
- Δεν πειράζει, άστα θα έρθω κάποια στιγμή να πάρω κάτι άλλο του είπε ο Σωκράτης.
- Εντάξει, τότε να σου δώσω ένα σημείωμα, για το χρέος, άνθρωποι είμαστε.
 Πήρε την καρτούλα που του έδωσε ο Διογένης πάνω είχε γράψει το χρέος, 40 € ΠΑΝΤ (παντόφλες) και έφυγε από το μαγαζί.

***
  Όλο έλεγε στην μάνα του ή στην γυναίκα του ότι για το χρέος των 40 € θα πάει στο μαγαζί του Διογένη να πάρει μια το ένα, μια το άλλο, αλλά όλο και δεν πήγαινε. Όλο και του έλεγε η μητέρα του “πήγαινε βρε παιδί μου, άνθρωποι είμαστε” και όλο κάτι συνέβαινε και το ανέβαλλε αυτός. Μια μέρα όμως είχε την ευκαιρία γιατί θα πήγαινε σε ένα παραδιπλανό μαγαζί για τον πατέρα του, που πουλούσε ορθοπεδικά είδη. Μάλιστα είδε και τον ψηλόλιγνο κύριο Διογένη απέξω και του είπε στα γρήγορα για τα κολωνάκια που είχε αποφασίσει να βάλει ο δήμος για το διπλοπαρκάρισμα στην Κωνσταντινουπόλεως.
- Ωχ βρε παιδί μου δύσκολο θα είναι αυτό, είναι και το νοσοκομείο εδώ, του απάντησε εκείνος.      
- Θα δούμε, ίσως γίνει σαν την Λεωφόρο Στρατού, έτσι έλεγαν στο ράδιο Θεσσαλονίκη πριν λίγο. Τέλος πάντων, κ. Διογένη πάλι έλεγα να έρθω για να πάρω κάτι, αντί εκείνων των 40 € για τις παντόφλες αλλά κάτι προέκυψε στην δουλειά.
- Όποτε θέλεις εδώ είμαστε, του είπε χαμογελαστά ο καταστηματάρχης
- Έχω και την μάνα μου, όλο μου το λέει, και γέλασε ο Σωκράτης.
- Καλά είναι; Τον ρώτησε πάντα με ενδιαφέρον ο καλοσυνάτος κύριος Διογένης.
- Καλά μωρέ, πορεύεται…
  
  Κόντευαν τα Χριστούγεννα, “άντε θα πάω επιτέλους για τα 40 €, χρειάζομαι τόσα πράγματα, είχε πει το προηγούμενο βράδυ”. Το άλλο πρωί έμαθε την είδηση. Ο συμπαθητικός ψιλόλιγνος κύριος Διογένης είχε φύγει ξαφνικά από την ζωή πριν λίγο καιρό. Μάλλον ανακοπή του είπε ο γνωστός του, που του εξιστόρησε τα άσχημα γεγονότα. Τι ειρωνεία, έβγαλε το χαρτάκι από το πορτοφόλι και το κοίταξε,
- Θα πάω τώρα, το χρέος δεν μπορεί να περιμένει, άνθρωποι είμαστε.


   Πίστευε πως με τον θάνατο του Διογένη θα έβρισκε το μαγαζάκι σκοτεινό, παρατημένο. Ήταν όμως στολισμένο με γιρλάντες χριστουγεννιάτικες και λαμπάκια. Προς το παρόν νόμιζε πως ο Θωμάς, που του είχε πει την άσχημη είδηση, έκανε λάθος. Μπήκε μέσα σχεδόν τρέμοντας, οι κρίσεις πανικού που βίωνε από καιρό σε καιρό είχαν ξυπνήσει. Όχι ο Θωμάς, δεν έκανε λάθος. Έλειπε, βρήκε όμως τα παιδιά του, τον εξυπηρέτησαν. Ήταν ευγενικά σαν και εκείνον, όμως μουδιασμένα, στο βλέμμα τους φαινόταν η λύπη, η απώλεια του. Αγόρασε κάποια εσώρουχα και κάλτσες.
- 43 € του είπε δείχνοντας την απόδειξη της ταμειακής μηχανής, η κόρη του Διογένη. Ο Σωκράτης την κοιτούσε αφηρημένος, λες και περίμενε τον Διογένη να εμφανισθεί και να τον ρωτήσει, “κάρτα ή μετρητά”.
- Κύριεεε…
- Συγνώμη, της απάντησε, συγνώμη. Έπειτα άνοιξε το πορτοφόλι του και έπιασε την κάρτα με το χρέος του Διογένη…

    Φεύγοντας κοντοστάθηκε στο πεζοδρόμιο και κοίταξε απέξω, το μαγαζί, τα γιορτινά λαμπιόνια που αναβόσβηναν ρυθμικά, τα δυο παιδιά του Διογένη. Ήταν το ίδιο πεζοδρόμιο που λίγο καιρό πριν συζήτησαν για τελευταία φορά οι δυο τους. Κοίταξε ακόμη μια φορά τα παιδιά του και χαμογέλασε, είχε κάνει εκείνος το δικό του χρέος. Είχε αγοράσει πράγματα και έτυχε - χωρίς να το έχει προσχεδιάσει – να είναι ένα αντίστοιχο ποσό με το χρέος που ποτέ δεν ζήτησε πίσω. Το χαρτάκι του Διογένη θα έμενε στο πορτοφόλι του σαν ένα χρέος προς τον συνάνθρωπο, ένα χρέος πάντα ανεξόφλητο…
   Καλά Χριστούγεννα ψιθύρισε προς τα παιδιά, που ποτέ δεν άκουσαν την ευχή, ούτε την ιστορία του Σωκράτη και του πατέρα τους. Ίσως έμενε έτσι, ίσως κάποτε το μάθαιναν. Περπάτησε δακρυσμένος, ήσυχος με την σακούλα του,
- Άνθρωποι είμαστε, μονολόγησε…



Αφιερωμένο σε αυτούς που παραμένουν "άνθρωποι" μέχρι το τέλος...

Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ
31/12/2018


Ποίηση Τόλης Νικηφόρου
Nα είσαι καλός  (από τα επιλεγμένα ποιήματα, Ίχνη του δέους, 2018)
 

     

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 26, 2018

Πέρασε απόψε το κορίτσι που ρωτά για την ΑΓΑΠΗ


Πέρασε απόψε το κορίτσι που ρωτά για την ΑΓΑΠΗ


Όποιος αγαπάει λίγο, δίνει λίγο

Όποιος αγαπάει περισσότερο, δίνει περισσότερο
Όποιος αγαπάει πάρα πολύ τι έχει αντάξιο να δώσει;
Δίνει τον εαυτό του.

                                                                                                                                                                    Άγιος Πορφύριος



   Κανείς δεν θυμόταν πια τον Νέστορα, κανείς, εκτός ίσως από κάποιους ηλικιωμένους που είχαν ξεμείνει περιμένοντας τον θάνατο, στα ασβεστωμένα σπιτάκια της Άνω πόλης, στις ετοιμόρροπες πολυκατοικίες πάνω από την Ροτόντα.
  
  Το σπιτάκι του, το παλιό σπίτι του φύλακα του νεκροταφείου – για αυτό και είχε σωθεί από τις μπουλντόζες - ήταν το μόνο σε μια γειτονιά από νεόκτιστα σπίτια ή εγκαταλελειμμένα σπιτάκια που περίμεναν την σειρά τους για κατεδάφιση. Η γειτονιά του Νέστορα είχε αλλάξει τόσο πολύ που αυτός ήταν ο πιο παλιός της κάτοικος, ένας θρύλος που ξεχάστηκε…
   Προπαραμονή Χριστουγέννων και ο Νέστορας συνταξιούχος πια έκανε τις ετοιμασίες του για την αυριανή μέρα. Πάντα θυμόταν αυτές τις μέρες την νοικοκυροσύνη της μητέρας του, τα γλυκά της, όπως και το γαλακτομπούρεκο της κυρίας Ζαχαρούλας που έζησε μαζί του τα τελευταία χρόνια πριν φύγει απ’ την ζωή. 
  Μεγάλη μέρα τα Χριστούγεννα, η μεγαλύτερη του χρόνου για αυτόν. Η χαρά του ήταν απερίγραπτη όπως και κάθε χρόνο. Από μέρες είχε στολίσει το σπίτι μέσα έξω, με ένα σωρό χριστουγεννιάτικα στολίδια και λαμπιόνια που τα άφηνε να καίνε, πρωί - βράδυ. Το σπιτικό του ήταν φωτεινό και ολόγιομο από μυρωδιές και μουσικές. Ο αγαπημένος του Μπινγκ Κρόσμπι, μα και ο Σινάτρα με τον Νατ Κινγκ Κολ γέμιζαν με γιορτινές μελωδίες μιας άλλης εποχής, το ισόγειο σπιτάκι του πίσω από τα κοιμητήρια της Ευαγγελίστριας.
   Τα παιδιά της γειτονιάς δεν γνώριζαν πόσο πολύ αγαπούσε αυτήν την μέρα, πόσο πολύ αγαπούσε να ακούει τα κάλαντα. Ο ίδιος θυμόταν τον εαυτό του μικρό να τα λέει μέσα στο Κεντρικό νοσοκομείο, στον καθηγητή Αμανατίδη. Σαν μεγάλωσε όμως ντρεπόταν για την εμφάνιση του και τις κοροϊδίες των παιδιών και τα κάλαντα τα έλεγε μόνο στους γονείς του, πίσω από την σφαλισμένη πόρτα τους. Για αυτό αγαπούσε τόσο πολύ να βλέπει τα παιδιά, νόμιζε πως ήταν και αυτός ένας από αυτά, πως έλεγε και εκείνος τα κάλαντα. Όμως αν και βλέπανε αυτό το τόσο όμορφα στολισμένο σπιτάκι, ο άνθρωπος που έμενε εκεί έμοιαζε με τέρας και τους προκαλούσε μεγάλο φόβο. Αυτός ο ηλικιωμένος που έμενε πίσω από τα νεκροταφεία ήταν θεόρατος και κακοφτιαγμένος και λίγο καμπούρης πια, με όψη αποκρουστική. Τα παιδιά όπως πάντα, έφτιαχναν τρομακτικές ιστορίες στο μυαλό τους με αυτόν πρωταγωνιστή. Έτσι στο σπίτι του Νέστορα, κάθε παραμονή Χριστουγέννων, οι μόνοι που χτυπούσαν το κουδούνι και εκείνος τους υποδεχόταν με αγάπη ήταν Βούλγαροι Ρομά. Μια ομάδα ρακοσυλλέκτες ήταν, που μένανε ψηλά στην γειτονιά σε ένα υπόγειο της οδού Δωδώνης, πάνω από τους κήπους του Πασά. Ερχόταν ένα τσούρμο από άντρες, γυναίκες και κακοντυμένα μωρά που φορούσαν κόκκινα, λερά αγιοβασιλιάτικα σκουφάκια. Αυτοί δεν τον φοβόνταν τον συμπαθούσαν γιατί ξέρανε πως στο σπίτι του καλόψυχου γίγαντα θα πάρουν λεφτά και κεράσματα – όπως και τον υπόλοιπο χρόνο - και του λέγανε τα δικά τους αυτοσχέδια κάλαντα, Χριστούγεννα και πρωτοχρονιά. Το απόγευμα όμως της παραμονής, όταν πια τα τρίγωνα των παιδιών είχαν σιγήσει στους στενούς δρόμους της γειτονιάς, ερχόταν στην πόρτα του η Αλκυόνη και του έλεγε τα πιο όμορφα κάλαντα, τα πιο ξεχωριστά για εκείνον. 


Η δεκαπεντάχρονη Αλκυόνη ήταν η κόρη της Σοφίας, μιας αξιοπρεπέστατης κυρίας που μεγάλωνε μόνη της το παιδί της. Δεν είχε πολλά χρόνια στην γειτονιά, είχε διορισθεί στο Αριστοτέλειο πανεπιστήμιο και από τότε κατοικούσε στην περιοχή της Ευαγγελίστριας για να είναι πολύ κοντά στην δουλειά της μιας είχε ακανόνιστα ωράρια. Οι άνθρωποι έλεγαν πως το παιδί, ίσως έπασχε από κάποια μορφή αυτισμού ή κάποια άλλη πνευματική καθυστέρηση. Ο Νέστορας από την πρώτη στιγμή που γνωρίστηκε με την Αλκυόνη και την Σοφία δεν το συμμεριζόταν αυτό, η Αλκυόνη για εκείνον δεν έπασχε από τίποτα. Απλά όπως και ο ίδιος, ήταν υπέρμετρα ξεχωριστή, μοναδική.     
   Στην πρώτη τους γνωριμία ο Νέστορας άκουσε τα πιο όμορφα λόγια, από ένα άγνωστο κορίτσι. Όταν της χαμογέλασε, εκείνο όχι μόνο δεν φοβήθηκε την όψη του, μα σαν να μην έβλεπε τίποτα άσχημο πάνω του τον ρώτησε, “M’ αγαπάς;

***

  Η ομάδα των εμπόρων δρούσε στους χώρους του πανεπιστημίου εδώ και αρκετό διάστημα. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχαν φτάσει στην ασφάλεια ήταν παρακλάδι ενός ευρωπαϊκού εγκληματικού δικτύου που είχε τις ρίζες του στους βαρόνους της Κολομβίας. Με την κάλυψη του πανεπιστημιακού ασύλου δρούσαν ανενόχλητοι στις διάφορες σχολές. Πουλούσαν μικροποσότητες ναρκωτικών όχι μόνο σε φοιτητές και άλλους ενήλικους χρήστες που μπαινόβγαιναν ανενόχλητοι στον χώρο μα ακόμα και σε μαθητές που προερχόταν από λύκεια από όλη την Θεσσαλονίκη. Οι συναλλαγές τους γινόταν μέσα στα πανεπιστήμια ή στους δρόμους και τις πλατείες γύρω από την Ροτόντα.   
  Οι πληροφορίες που είχε ο διευθυντής της δίωξης ναρκωτικών έλεγαν πως ήταν μπλεγμένοι και άλλοι άνδρες και κάποιες γυναίκες που παρείχαν κάλυψη στο κύκλωμα, όλοι τους του κοινού ποινικού δικαίου. Τώρα μετά από στενή παρακολούθηση επί μήνες και την εισχώρηση ενός μυστικού αστυνομικού στο εγκληματικό δίκτυο, όλα ήταν έτοιμα και είχε στηθεί μια γιγαντιαία επιχείρηση εξάρθρωσης του.
  Νωρίς το βράδυ της προπαραμονής των Χριστουγέννων, στην διεύθυνση δίωξης ναρκωτικών περίμεναν όλοι να χτυπήσει ένα τηλέφωνο, περίμεναν για αρκετή ώρα, μάταια όμως.
- Τι νόμιζες αγοράκι μου; Χόρτο τρώμε ρε ηλίθιε; Μας κανόνιζες ρεβεγιόν στα Διαβατά Πασά μου; Ο Ντίνος, το πρωτοπαλίκαρο του αρχηγού στην Ελλάδα, του περιβόητου Γιόχαν, τον κοιτούσε με μάτια θυμωμένα, γεμάτα μίσος. Ήρθε κοντά και έτσι που τον κρατούσαν οι άλλοι δυο του έχωσε μια μπουνιά στο στομάχι. Βόγκηξε από τον πόνο ο νεαρός άντρας.
- Με αυτό το κινητούλι θα έπαιρνες τους άλλους; Μίλα ρε καθίκι… Λάθος έκανες, εσύ θα πας Ρεβεγιόν ρε κωλόμπατσε, του χαμογέλασε κοροϊδευτικά… Στον πάτο του Θερμαϊκού, στα σκατά ρε, του φώναξε και τον έφτυσε στο πρόσωπο.
  Κάποιος από το κύκλωμα τον είχε αναγνωρίσει. Τον είχαν καλέσει το βράδυ κάτω από το Βιολογικό, για ραντεβού, για να τον «κανονίσουν». Θα ήταν λέει και ο μεγάλος για μια χριστουγεννιάτικη μπίζνα, μεγάλη μπάζα, του είπαν για να θολώσουν τα νερά. Μπίζνα γερή μόνο για τα υψηλά πρεζάκια, αυτά που είχανε γεμάτες τσέπες, να φάνε το δώρο του Αι Βασίλη στα ακριβά σαλόνια της πόλης.
   Στο λιγοστό φως η λεπίδα του στιλέτου έλαψμε, μια τρομερή κραυγή βγήκε από το στόμα του Ντίνου καθώς το χέρι του οδηγούσε με δύναμη την κοφτερή λεπίδα προς το σώμα του αστυνομικού.
- Ωχχχχχχ, ούρλιαξε από τον πόνο και σωριάστηκε. Ο νεαρός αστυνομικός της δίωξης τόση ώρα στεκόταν χαλαρός με μια χλιαρή αντίσταση, παραδομένος. Την κατάλληλη στιγμή όμως γύρισε με όλη του την δύναμη τον κορμό του και παρέσυρε τον αριστερό άντρα που τον κρατούσε και έτσι το στιλέτο καρφώθηκε όχι πάνω του, μα στα πλευρά εκείνου. Ο Ντίνος τα έχασε, το μαχαίρι έφυγε από τα χέρια του και έπεσε κάτω. Ο αστυνομικός με μια αστραπιαία κίνηση κατάφερε ένα σφοδρό χτύπημα στον λαιμό του δεύτερου άντρα με το ελεύθερο χέρι του και απελευθερώθηκε. Ο Ντίνος τον είδε να τους ξεφεύγει σαν ελάφι και ανακτώντας τον έλεγχο των κινήσεων του μετά την σαστιμάρα των όσων προηγήθηκαν, τράβηξε το περίστροφο του και άρχισε να τον πυροβολεί με μανία.
   Παρά τον καταιγισμό πυρών που έριξε, δεν τον πέτυχε. Μια σφαίρα όμως βρήκε κάποιες σωληνώσεις αερίων που χρησιμοποιούνταν για τις ανάγκες των εργαστηρίων και από τον σπινθήρα που δημιουργήθηκε λόγω της τριβής, προκλήθηκε μια δυνατή έκρηξη και σε λίγα δευτερόλεπτα εκδηλώθηκε πυρκαγιά…

***

   Η ώρα είχε περάσει και το σκοτάδι έπεσε στα στενά της Ευαγγελίστριας. Ο Μπινγκ Κρόσμπι συνέχιζε να τραγουδάει για πολλοστή φορά τις χριστουγεννιάτικες μελωδίες του, ο Νέστορας όμως δεν βαριόταν να ακούει αυτές τις παλιακές μελωδίες με την θαμπή πια ηχογράφηση στο βινύλιο των 33 στροφών. Τον μάγευε αυτή η ιδιαίτερη αμερικάνικη προφορά των παλιών αστέρων, όπως του Μπινγκ και ας μην ήξερε παρά λίγες λέξεις αγγλικών. Όμορφη βραδιά, ήσυχη γεμάτη θαλπωρή. Καθώς κοίταξε το χριστουγεννιάτικο δέντρο χαμογέλασε, η Αλκυόνη θα ερχόταν αύριο για τα κάλαντα, το δώρο της την περίμενε κάτω από το φωτισμένο έλατο. Πόσο αγαπούσε αυτό το παιδί, αυτό το κορίτσι που δεν θα μεγάλωνε ποτέ. Από εκείνη την πρώτη μέρα που συναντήθηκαν και τον ρώτησε αν την αγαπάει, πάντα για αυτό μιλούσαν οι δυο τους.
   Εκείνη του άπλωνε το χεράκι της να το πιάσει και έπειτα τον κοιτούσε ευθεία στα μάτια,
“Μ’ αγαπάς Νέστορα;” τον ρωτούσε και περίμενε ανυπόμονα, πάντα την ίδια απάντηση,
“Σ’ αγαπώ Αλκυόνη, σ’ αγαπώ”
“Και εγώ σ’ αγαπώ Νέστορα”
Δεν τις έφτανε όμως μια φορά και τον ρωτούσε ξανά και ξανά
“Μ’ αγαπάς Νέστορα;”
“Σ’ αγαπώ Αλκυόνη, Σ’ αγαπώ, πάρα πολύ”
“Μ’ αγαπάς πάρα πολύ Νέστορα; Πόσο πολύ;”
“Πάρα πολύ, από εδώ μέχρι τον ουρανό”
“Πόσο πολύ είναι αυτό;”
“Πάρα πάρα πολύ, δεν υπάρχει περισσότερο” της έλεγε εκείνος και την αγκάλιαζε.
Κάποιες φορές ο Νέστορας με τα γράμματα του που μοιάζαν με ορνιθοσκαλίσματα, έγραφε σε ένα κομμάτι χαρτί κάποια φράση,

Πέρασε απόψε το κορίτσι που συνέχεια με ρωτάει πόσο τ’ αγαπώ…
Πέρασε απόψε το κορίτσι που δεν μετράει τίποτα άλλο εκτός από την ΑΓΑΠΗ…
Πέρασε απόψε το κορίτσι που χρειάζεται πάντα μια αγκαλιά…
Πέρασε απόψε το κορίτσι που ζει από την ΑΓΑΠΗ…
Πέρασε απόψε ένας Άγγελος που μένει στην γειτονιά μου…

  Λίγο αργότερα το τηλέφωνο κουδούνισε, του έκανε εντύπωση, ποιος να ήταν;;;
- κύριε Νέστορα; Ήταν η Γεωργία η κοπέλα που κρατούσε την Αλκυόνη όταν έλειπε η Σοφία. Ακουγόταν ιδιαίτερα ταραγμένη,
- κύριε Νέστορα η κυρία Σοφία λείπει από το πρωί θα πήγαινε στο εργαστήριο της. Η Σοφία ήταν βιολόγος, μετά το διδακτορικό της στην Βιολογία και μια πενταετία σε εργαστήριο του εξωτερικού είχε διορισθεί στο ΑΠΘ ως ειδική ερευνήτρια στο εργαστήριο του καθηγητή Δοξιάδη.
- Μόλις είπαν στις ειδήσεις ότι στον ισόγειο χώρο της σχολής Βιολογίας είχε ξεσπάσει πυρκαγιά μετά από έκρηξη, φοβάμαι πως η κ. Σοφία είναι εκεί,
- Την πήρες στο κινητό της;
- Όχι, σήμερα ξέχασε το κινητό σπίτι, μιλήσαμε νωρίς το απόγευμα με πήρε από το πανεπιστήμιο, τώρα όμως δεν απαντάει…
Ο Νέστορας άκουγε εμβρόντητος,
- Μήπως έχει κατέβει στην αγορά;
- Είχαμε πει ότι θα γυρνούσε το πολύ τις οκτώ γιατί πρέπει να φύγω στο χωριό αύριο το πρωί. Ο Νέστορας άρχισε να ανησυχεί, η ώρα ήταν δέκα παρά και η Σοφία ήταν πολύ τυπική για να γυρνάει αμέριμνη στην αγορά δίχως να ενημερώσει. Δίπλα στην Γεωργία ακούστηκε η Αλκυόνη, έκλαιγε και επαναλάμβανε συνέχεια το όνομα της μητέρας της.
- θα πάω να δω τι συμβαίνει…
  Η βραδιά ήταν ξάστερη, πανσέληνη. Στον παγωμένο αέρα λες και λαμπύριζαν σήμερα πιότερο, όλα τα αστέρια. Ο Νέστορας πετάχτηκε έξω από το σπίτι του, και μαζί του ξεχύθηκαν στην γειτονιά και οι χριστουγεννιάτικες μελωδίες απ’ το πικάπ που πλέχτηκαν με τους μακρινούς ήχους των πυροσβεστικών σειρήνων…  
   Μόλις έστριψε στην οδό Πανεπιστημίου φάνηκαν οι λάμψεις από τις φλόγες. Άρχισε να τρέχει, αν και σχεδόν στα 67 του χρόνια, ήταν αρκετά ευκίνητος, το ίδιο δυνατός στο σώμα και την ψυχή με εκείνο το βράδυ της παραμονής του νέου χρόνου, είκοσι πέντε χρόνια πριν. Το μυαλό του πλημμύρισε από εικόνες, πόσες φορές δεν είχαν συναντηθεί σε αυτόν τον δρόμο με την Αλκυόνη και την Σοφία στους σύντομους περιπάτους τους. Αυτό το υπέροχο κορίτσι είχε και ένα ορθοπεδικό πρόβλημα στο δεξί πόδι που έκανε την βάδιση του δύσκολη και την κούραζε. Για αυτό και κινούνταν αργά, πάντα με την διακριτική βοήθεια της Σοφίας.
   Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει, τι θα γινόταν αυτό το πλάσμα αν συνέβαινε κάτι στην Σοφία, αδύνατον αυτό, θα τρελαινόταν και ο ίδιος. Θυμήθηκε τους δικούς του γονείς, την μητέρα του, πόσο την είχε ανάγκη. Όχι, όχι δεν θα συνέβαινε κάτι κακό.
   Έφτασε λαχανιασμένος στην διασταύρωση με την Αγίου Δημητρίου, οι παλιές μνήμες ξαναζωντάνεψαν. Εκατό μέτρα αριστερά του, οι φλόγες είχαν τυλίξει την σχολή βιολογίας. Με όλη του την δύναμη άρχισε να τρέχει. Πυροσβεστικά οχήματα από τον πρώτο πυροσβεστικό σταθμό λίγες δεκάδες μέτρα μακριά, είχαν περικυκλώσει τον χώρο μέσα από το πανεπιστήμιο αλλά και έξω από την Αγίου Δημητρίου. Η φωτιά όμως ήδη είχε σκαρφαλώσει στους πρώτους ορόφους. Ο Νέστορας είχε έρθει κάποιες φορές στο γραφείο της Σοφίας, τον είχε ξεναγήσει στο εργαστήριο και του εξήγησε όλα τα σπουδαία πειράματα της και ας μην καταλάβαινε σχεδόν τίποτα εκείνος, αυτή του έδειχνε τόσα και τόσα θαυμαστά πράγματα.
  Ο πυραγός κρατούσε συνεχώς τον ασύρματο του κοντά στο στόμα του και συντόνιζε πυρετικά τους πυροσβέστες. Παρά τις φιλότιμες τους προσπάθειες η φωτιά επεκτεινόταν. Ευτυχώς δεν υπήρχε κάποια ενημέρωση για εγκλωβισμένους, όμως αυτό δεν ήταν ποτέ απόλυτα σίγουρο. Ο Νέστορας μόλις έφτασε ρώτησε αμέσως για την Σοφία. Ένας πυροσβέστης που ξεδίπλωνε τις μάνικες του πυροσβεστικού για να ριχτεί στην μάχη, δεν γνώριζε τίποτα. Κανείς δεν γνώριζε, ούτε ο επικεφαλής πυραγός.
   Πυκνοί καπνοί βγαίνανε μέσα από το ογκώδες κτίριο, δεν υπήρχε χρόνος. Δίχως να το σκεφτεί έβγαλε την μπλούζα του, την έβρεξε με το νερό που χυνόταν από τα πυροσβεστικά και την τύλιξε γύρω από την μύτη του. Ένας από τους πυροσβέστες τον είδε να κάνει τον σταυρό του και ύστερα να τρέχει προς την σχολή, του φώναξε δυνατά, διατάζοντας τον,
- Γύρνα πίσω… Σταμάτα… θα καείς, σταμάταααα. Η θεόρατη  σκιά όμως δεν σταμάτησε, όρμησε προς το κτίριο που φλεγόταν. Στο πλάι υπήρχε μια σιδερένια εξωτερική σκάλα με σκεπή, βαριά κατασκευή που αγκάλιαζε από κάτω προς τα πάνω όλο το πολυώροφο κτίριο. Ήταν κακοσυντηρημένη, είχε φτιαχτεί σχεδόν τριάντα χρόνια πριν και ο Νέστορας είχε παρακολουθήσει ολόκληρη την κατασκευή της από τα ψηλά της οδού Βιζυηνού, που σκαρφάλωνε στις 40 εκκλησιές. Άρχισε να ανεβαίνει από την σκάλα μέχρι τον έκτο όροφο που ήταν το γραφείο και το εργαστήριο της Σοφίας. Ο πυραγός ενημέρωσε άμεσα τους πυροσβέστες,
“Άγνωστο άτομο εισέρχεται εντός του φλεγομένου κτιρίου. Κατά τον ίδιο γυναίκα που υπηρετούσε στην σχολή φέρεται αγνοούμενη στο κτίριο” Μεγάλοι λευκοί προβολείς έπεσαν στην σιδερένια σκάλα και φώτισαν αυτό το απόκοσμο πρόσωπο που χωνόταν σαν φάντασμα μέσα στις φλόγες. Οι δημοσιογράφοι και τα τηλεοπτικά συνεργεία είχαν πάρει ήδη θέσεις και η εικόνα του Νέστορα έπαιζε ζωντανά στις τηλεοράσεις σε όλη την χώρα.
  Όλοι είχαν παγώσει με την δραματική εξέλιξη, οι δημοσιογράφοι έψαχναν εναγωνίως ποιος θα μπορούσε να είναι αυτός ο δύσμορφος άντρας και γιατί διακινδύνευε την ζωή του.  
   Ο Νέστορας έφτασε στον έκτο όροφο, η πόρτα που οδηγούσε στο κυρίως κτίριο ήταν ξεκλείδωτη και έτσι μπήκε εύκολα μέσα. Ευτυχώς η πυρκαγιά δεν είχε φτάσει εκεί ακόμη.
 Είχαν περάσει δέκα λεπτά αναμονής καθώς οι προβολείς των πυροσβεστών φώτιζαν την σιδερένια κατασκευή, κανείς δεν φαινόταν εκεί ψηλά. Ήδη είχαν φτάσει και οι ενισχύσεις που ζητήθηκαν από τον δεύτερο πυροσβεστικό σταθμό στην Μοναστηρίου καθώς και το μεγάλο κλιμακοφόρο, από τον τρίτο πυροσβεστικό σταθμό στην οδό Μαρτίου και ετοιμαζόταν να αναπτύξει την ειδική κλίμακα σε περίπτωση ανάγκης.
   Στον χώρο υπήρχε καπνός, οι φλόγες έγλυφαν τους τοίχους μέσα από τον φωταγωγό και είχαν χωρίσει τον όροφο στα δύο.
- Βοήθεια, βοήθεια ήταν η φωνή της Σοφίας, ακουγόταν στο βάθος ίσως και απ΄ τον κάτω όροφο, δεν μπορούσε  να καταλάβει. Σήκωσε την μπλούζα και φώναξε,
- Σοφία… Σοφία, είμαι ο Νέστορας… που βρίσκεσαι;
- Έχω εγκλωβιστεί στο εργαστήριο… στο βάθος του διαδρόμου απάντησε. Η Σοφία άργησε να καταλάβει τι είχε συμβεί καθώς ήταν απορροφημένη στον θαυμαστό κόσμο του DNA, μέσα στο εργαστήριο της. Όταν προσπάθησε να διαφύγει οι φλόγες είχαν φτάσει από την δεύτερη εσωτερική σκάλα του κτιρίου γρηγορότερα προς το μέρος της και την εγκλώβισαν. Ο Νέστορας σκέπασε το πρόσωπο του ξανά με την βρεγμένη μπλούζα και προχώρησε προς το βάθος του διαδρόμου. Οι φλόγες έγλυφαν μια εσωτερική πόρτα που έκλεινε το πέρασμα. Ήταν κλειδωμένη, έκανε λίγο πίσω και με μια ισχυρή κλωτσιά άνοιξε διάπλατα.
- Νέστορα του φώναξε, εδώ είμαι, φλόγες παντού, οι πύρινες γλώσσες έκαιγαν τα πάντα. Η ζέστη ήταν τρομερή και η ατμόσφαιρα αποπνικτική. Με τις τεράστιες δρασκελιές του την έφτασε όταν οι φλόγες την είχαν κυκλώσει πια. Τα μάτια της Σοφίας είχαν δακρύσει, δεν περίμενε βοήθεια από κανέναν. Μα αυτός ο άνθρωπος που στην αρχή τον είχε φοβηθεί και η Αλκυόνη ήταν αυτή που τον εμπιστεύτηκε και τον έφερε κοντά τους, τώρα ρίσκαρε την δική του ζωή για αυτήν. 
- Έλα, της είπε… η Αλκυόνη σε περιμένει. Της έβαλε την βρεγμένη του μπλούζα στο κεφάλι και στο πρόσωπο, ύστερα την αγκάλιασε και την σήκωσε στον αέρα σαν πάνινη κούκλα.   
Κόλαση φωτιάς, ο έκτος όροφος είχε παραδοθεί στις φλόγες. Τσουρουφλίστηκαν τα γυμνά χέρια του μα κατόρθωσε και έφτασε μέχρι την δεύτερη εσωτερική σκάλα. Με τα τεράστια βήματα του ανέβηκε γρήγορα τα σκαλιά. Οι φλόγες είχαν φτάσει από άλλη διαδρομή και κατάκαιγαν το εσωτερικό του έβδομου ορόφου. Έπρεπε να βρει διέξοδο, δεν μπορούσε να ανεβεί ακόμη έναν όροφο.  
   Το κλιμακοφόρο όχημα είχε σηκώσει την μισή σκάλα περίπου και περίμενε τυχόν σημεία ζωής. Τρεις πυροσβέστες, οι δύο με την ειδική στολή αμιάντου, ανέμεναν για να επέμβουν.
  Τώρα από τον τέταρτο και τον πέμπτο όροφο οι πύρινες γλώσσες έγλυφαν την σιδερένια σκάλα θερμαίνοντας επικίνδυνα το σκουριασμένο μέταλλο. Καμιά ένδειξη ζωής, οι δημοσιογράφοι μιλούσαν για έναν αγνοούμενο, τον άγνωστο μεγαλόσωμο άντρα και πιθανότατα να αγνοούνταν και μία γυναίκα. 
  Στον έβδομο όροφο ακούστηκαν δυνατά χτυπήματα και όλοι γύρισαν τα κεφάλια τους φωνάζοντας πως πρέπει να έχει εγκλωβιστεί ο άντρας εκεί ψηλά, ακούστηκαν ακόμη μερικά χτυπήματα και η κλειδαριά στο τέλος διαλύθηκε.
- Εδώ… γρήγορα, φώναξε βήχοντας ο Νέστορας που είχε βγει στην άκρη τις σκάλας με την Σοφία. Οι προβολείς από τα πυροσβεστικά οχήματα και τις κάμερες στην Αγίου Δημητρίου φώτισαν την αλλόκοτη μορφή και την μικρόσωμη γυναίκα που κρατούσε αγκαλιά. Η αυτόματη κλίμακα των πυροσβεστών ξεκίνησε να ανεβαίνει προς το σημείο αργά, οι φλόγες όμως υπερθέρμαιναν επικίνδυνα την μεταλλική κατασκευή που ήταν προσαρτημένη στο κτίριο. Ευτυχώς οι πυροσβέστες δεν απείχαν πολύ ακόμη. Ο Νέστορας έβλεπε τις φλόγες να τρώνε το μέταλλο όμως ήλπιζε πως θα προλάβουν οι πυροσβέστες και καθησύχαζε συνεχώς την Σοφία. Πρώτα ακούστηκε ένας τρομακτικός μεταλλικός ήχος και αμέσως η σκάλα έγειρε μερικές μοίρες, η Σοφία ούρλιαξε από τον φόβο της.
- Δεν μπορώ να φτάσω πιο κοντά, φώναξε ο πυροσβέστης, η σκάλα με το ειδικό κουβούκλιο και τον ένα πυροσβέστη είχε φτάσει κοντά μα δεν μπορούσε να προσεγγίσει πάνω στην μεταλλική κατασκευή. Ο Νέστορας με την Σοφία αγκαλιά έκανε ένα βήμα ακόμη προς τα έξω, προσπαθούσε να την αφήσει στα χέρια του πυροσβέστη να κατεβούν. Μια φλόγα έφτασε μέχρι τα πόδια τους,
- Γρήγορα έλα πιο κοντά φώναξε ο Νέστορας… δεν γινόταν τίποτα, η σκάλα ήταν κοντά μα ήθελε ακόμη τουλάχιστον δυο μέτρα. Η φωτιά αμείλικτη πύρωνε τα σίδερα, το κακό θα συνέβαινε από στιγμή σε στιγμή αν ο Νέστορας δεν έκανε κάτι.
   Τύλιξε την βρεγμένη μπλούζα  στο πυρωμένο κάγκελο και πιάστηκε δυνατά από την κουπαστή του, ύστερα φώναξε στον πυροσβέστη
- Από το πλάι…
- Μην φοβάσαι, της είπε, σε λίγο θα είσαι με την Αλκυόνη και την φίλησε στο μέτωπο. Σαν μαριονέτα την άρπαξε από το ένα χέρι της. Όλοι πάγωσαν βλέποντας την σκηνή από το έδαφος, ο Νέστορας είχε κρεμαστεί από την σκάλα και από το άλλο χέρι του κρεμόταν η Σοφία. Τώρα ήταν εφικτό,
- Την πιάνω, φώναξε του Νέστορα ο πυροσβέστης… έρχομαι για εσένα πάλι, κράτα γερά… Η Σοφία του φώναζε κλαίγοντας, κρατήσου Νέστορα, κρατήσου, σε ικετεύω…
- Πες στην Αλκυόνη πως την αγαπώ… Πες της από εδώ μέχρι τον ουρανόοοοο αντήχησε στοργικά η φωνή του.
Ο Νέστορας κοιτούσε την Σοφία να απομακρύνετε, δακρυσμένος, ανακουφισμένος, δεν φοβόταν πια. Η Αλκυόνη δεν θα ζούσε μόνη της, θα είχε τον πολυτιμότερο άνθρωπο στην ζωή της.
  Ένας διαπεραστικός ήχος ακούστηκε και η εξωτερική σκάλα λύγισε και άλλο, έγειρε επικίνδυνα έτοιμη να καταρρεύσει. Η πυροσβεστική κλίμακα ευτυχώς αποτραβήχτηκε γρήγορα σε ασφαλές σημείο. Ο Νέστορας κρεμόταν με το ένα χέρι του, οι φλόγες έγλυφαν τις σόλες των παπουτσιών του, έπιασε το κάγκελο και με το δεύτερο χέρι του, με την υπόλοιπη μπλούζα που άχνιζε από την θερμότητα. Η Σοφία βρισκόταν στο έδαφος, ανάμεσα στους δημοσιογράφους που προσπαθούσαν να μάθουν πια ήταν. Ο εφιάλτης είχε τελειώσει για εκείνην, τώρα η καρδιά της χτυπούσε μόνο για τον Νέστορα…
  Πόσο περίεργο είναι, κι όμως ο άνθρωπος στις πιο δύσκολες στιγμές του μπορεί να ονειροπολεί. Έτσι και ο Νέστορας εκείνες τις στιγμές που μια λεπτή κλωστή τον χώριζε από τον θάνατο μέσα από τα μικρά, ασύμμετρα, υγρά του μάτια κοιτούσε τον θαυμαστό έναστρο ουρανό. Πέρα από την πανσέληνο, κάπου εκεί μέσα στην νυχτιά πρέπει να ήταν η Αλκυόνη, το πιο λαμπερό αστέρι των πλειάδων όπως του είχε πει η Σοφία.   
 



   

  Ένα σίδερο από την οροφή που δεν άντεξε την πίεση αποκολλήθηκε, μαζί παρέσυρε και άλλα. Ένα τους τρύπησε τον Νέστορα κατάστηθα. Το βλέμμα του κράτησε το φως των αστεριών, το πρόσωπο του συσπάστηκε από τον πόνο, ήταν οξύς όμως και σύντομος, μια κραυγή μοναχά και τα χέρια που τον κρατούσαν στην ζωή, αφέθηκαν…
                                                                                                                                                                                                                 
   Η φωτιά λόγω των εύφλεκτων υλών έκαιγε όλο το βράδυ, η εξωτερική σκάλα έγινε μια άμορφη μάζα σιδερικών, έλιωσε μεγάλο τμήμα της. Το σώμα του Νέστορα εξαϋλώθηκε, δεν βρέθηκε παρά τις εξονυχιστικές έρευνες. Τα ίχνη του χάθηκαν λες και δεν είχε γεννηθεί ποτέ, ως να ήταν μια ηλιαχτίδα που φώτισε το σκοτάδι και χάθηκε μέσα του…     

  Ο κ. Δημήτρης είχε φτάσει τα ογδόντα σχεδόν αλλά ακόμη κρατούσε το μαγαζί με τα γύψινα είδη κοντά στο Τουρκικό προξενείο. Ήταν φίλος του Νέστορα, είπε στους δημοσιογράφους ότι αυτός ο γενναίος άντρας ήταν ένας ήρωας, ένας θρύλος που είχε προσωρινά ξεχαστεί, ο “Μουτράκλας”. Ο δύσμορφος φύλακας του νεκροταφείου, μια παραμονή πρωτοχρονιάς, πριν χρόνια, είχε σώσει ένα ζευγάρι. Ήταν βράδυ όταν μετά από ένα τροχαίο ατύχημα στην συμβολή των οδών Πανεπιστημίου με Αγίου Δημητρίου δυο νεαρά παιδιά είχαν εγκλωβιστεί κάτω από ένα φλεγόμενο λεωφορείο. Τους είπε επίσης και πόσο λάτρευε τα Χριστούγεννα, για τα κάλαντα που του άρεσαν, ότι ο ίδιος όμως δεν τα είχε πει ποτέ στην γειτονιά του ως παιδί λόγω της εμφάνισης του.
   Στα τηλεοπτικά δίκτυα μίλησαν και κάποιοι που τον γνώριζαν εντελώς τυπικά. Όλοι λέγανε για το στολισμένο σπιτάκι του, πόσο φαινόταν να αγαπάει τα Χριστούγεννα και πόσο συγκλονισμένοι είναι με το ψυχικό του μεγαλείο, πόση αγάπη είχε αυτός ο άνθρωπος στην ψυχή του και πόσο οι ίδιοι τον αδίκησαν με την αδιαφορία τους…

***

   Παραμονή Χριστουγέννων και τα παιδιά ξεχύθηκαν από νωρίς το πρωί στους δρόμους της Θεσσαλονίκης για τα κάλαντα. Σε όλη την πόλη συζητούσαν το θέμα της μεγάλης πυρκαγιάς στα πανεπιστήμια και του ηρωικού Νέστορα, του “Μουτράκλα”. Οι κακοποιοί που προκάλεσαν την φωτιά είχαν συλληφθεί και μαζί με την υπόθεση των ναρκωτικών αντιμετώπιζαν βαριές κατηγορίες. Στην γειτονιά του Νέστορα αλλά και στην Άνω Πόλη, στις γειτονιές της Ροτόντας, του Άγιου Δημήτρη, όλοι ήταν συγκλονισμένοι, όλοι είχαν κάτι όμορφο να πουν για τον άνθρωπο της περιοχής τους που τους ράγισε την καρδιά.
   Η μέρα ήταν ηλιόλουστη όμως είχε τσουχτερό κρύο. Το κρύο όμως δεν ήταν εμπόδιο, έξω από το στολισμένο, ταπεινό σπιτάκι του παλιού φύλακα των νεκροταφείων είχε μαζευτεί πολύς κόσμος. Αν ήταν εκεί ανάμεσα από τα πολύχρωμα λαμπάκια που αναβόσβηναν θα δάκρυζε από την χαρά του. Μικροί και μεγάλοι με εκατοντάδες τρίγωνα που αντηχούσανε ταυτόχρονα, έψελναν τα κάλαντα μόνο για εκείνον που έδωσε την ζωή του για να σώσει μια μητέρα, ένα κορίτσι από την σκληρότητα του κόσμου.

“Καλήν ημέραν άρχοντες
αν εί- αν είναι ο ορισμός σας
Χριστού τη θεία γέννηση
να πω - να πω στ’ αρχοντικό σας”

   Χρόνια μετά, από το δωμάτιο της, στην σοφίτα του τριώροφου, η Αλκυόνη συνέχιζε κάθε μέρα να κοιτά στον ορίζοντα, ψηλά πάνω από τις κορυφές του Ολύμπου. Κάπου εκεί ήταν το νέο σπίτι του Νέστορα όπως της είχε πει η Σοφία. Είχε πάντα αγκαλιά της το τελευταίο δώρο που της είχε αφήσει ο Νέστορας κάτω απ’ το Χριστουγεννιάτικο δένδρο του σπιτιού του. Μια μεγάλη λούτρινη, ολοκόκκινη καρδιά που πάνω της λευκά γράμματα της έλεγαν “Σ’ αγαπώ”  
   Καθόταν με τις ώρες κολλώντας το πρόσωπο της στο τζάμι, κάποτε σαν έβλεπε ένα σύννεφο που στα μάτια της έμοιαζε με την μορφή του, χαμογελούσε, έκανε λίγο πίσω και άπλωνε το χεράκι της να το πιάσει εκείνος κι ύστερα τον ρωτούσε,

M’ αγαπάς Νέστορα;”

“Σ’ αγαπώ Αλκυόνη, σ’ αγαπώ. Σ’ αγαπώ πολύ, σ΄αγαπώ μέχρι τον ουρανό” περίμενε να ακούσει, και την άκουγε αυτήν την φωνή, άκουγε αυτά τα λόγια γιατί το ήθελε τόσο πολύ ή γιατί, ήταν τόσο αγνή που δεν μπορούσε να της κρυφτεί κανένα θαύμα αυτού του κόσμου...


Αφιερωμένο στο κορίτσι που ρωτά για την ΑΓΑΠΗ…


Δεύτερη μέρα Χριστουγέννων του 2018. Μπορεί αυτός ο θρύλος, ο Μουτράκλας και να υπάρξει, για μένα μπορεί, ζει ανάμεσα μας, μπορεί να υπάρξει στις καρδιές κάποιων από εμάς. Για αυτό έγραψα αυτά τα δυο διηγήματα, για να μην ξεχαστεί ποτέ, η αγάπη και ο ήρωας που κρύβουμε μέσα μας…


Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ
26 Δεκεμβρίου 2018

Θερμές ευχαριστίες για τις ζωγραφιές, στο φίλο μου, ζωγράφο Ντίνο Παπασπύρου
ΠΙΝΑΚΑΣ-ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ-3, Το Γεντί Κουλέ, τέμπερα, 29Χ39 εκ., 1992
ΠΙΝΑΚΑΣ-ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ-53, Από την Πάνω Πόλη, τέμπερα, 12Χ12 εκ., 2011, Κωδ. 874
ΤΜΗΜΑ ΠΙΝΑΚΑ-ΤΟΠΙΑ-241, Πανσέληνος, τέμπερα, 18Χ38 εκ., 2009, Κωδ. 682

ΦΙΛΟΙ ΑΠΟ ΟΛΗ ΤΗΝ ΓΗ